Ακόμα μια μέρα ξημέρωνε, η ζέστη αφόρητη, ούτε λίγο αεράκι για να μαλακώσει λίγο η λάβα που ξεπηδούσε λυσσασμένα απο την άσφαλτο...Ένα κατα τα φαινόμενα ήσυχο μεσημέρι, που τίποτα δεν μπορούσε να προοιωνήσει όσα θα γινόντουσταν σε λίγες ώρες...
Εκείνη στεκόταν στην γωνία της, χάζευε τους περαστικούς που περνούσαν, άκουγε τις συνομιλίες τους, μετρούσε τα αυτοκίνητα που περνούσαν.. τον τελευταίο καιρό είχε ανακαλύψει ένα καινούριο παιχνίδι... άθροιζε τα νούμερα απο τις πινακίδες των αυτοκινήτων.. δεν είχε κάποιο νόημα, απλά περνούσε η ώρα...
Ένας μόνο περαστικός της κίνησε την περιέργεια... Τον είδε να περπατάει στο πεζοδρόμιο, σκυφτός, βαρύς... Αξύριστος φαινόταν για μέρες και ένα τεράστιο βάρος να τον πλακώνει.... Περνώντας δίπλα της, του έστειλε ένα δροσερό αεράκι, να απαλύνει λίγο το βάρος του.. εκείνος το αισθάνθηκε, στάθηκε ένα λεπτό μπροστά της και την κοιτούσε αποσβολωμένος... Ήξερε όμως ότι δεν κοιτούσε εκείνη, το βλέμμα του έκρυβε πολλά μυστικά, πολλά βάσανα, πολλές στεναχώριες... Κι εκείνη εκεί.. να μην μπορεί να κάνει τίποτα..
Προσπάθησε να τρυπώσει στην σκέψη του, να του πεί να έρθει το βράδυ, να αφήσει σε εκείνη την γωνία όλα του τα βάσανα και να συνεχίσει την ζωή του... Δεν μπόρεσε να το κάνει.. Ήταν τόσος ο πόνος του, που τίποτα δεν μπορούσε να εισχωρήσει στην σκέψη του, στην καρδιά του, στην πονεμένη του ψυχή....
Και συνέχισε τον δρόμο του....
Εκείνη ανύμπορη πλέον να κάνει το οτιδήποτε, προσπάθησε να φέρει στο μυαλό της το πρόσωπου εκείνου, ξυρισμένο, περιποιημένο και να θυμηθεί πού μπορεί να τον είχε ξαναδεί.... Προσπάθησε πολύ αλλά δεν κατάφερε τίποτα... Συνέχισε την μέρα της, προσπαθώντας να βγάλει απο τις σκέψεις της το πρόσωπο αυτό....
Και όταν ήρθε το βράδυ θυμήθηκε μία και μοναδική εικόνα....
Εκείνον, με ένα παιδικό καροτσάκι να κάνει βόλτες στην πλατεία που βρισκόταν ακριβώς πίσω της.. Με το ένα χέρι κρατούσε το καροτσάκι, και με το άλλο κρατούσε ένα κατάλευκο χέρι... Το κρατούσε σφικτά, το έβλεπε, ένιωθε όλη την αγάπη που έβγαζε αυτό το ζευγάρι στον αέρα... Δεν μπόρεσε να θυμηθεί κάτι άλλο...
Μετά απο λίγες ώρες, λίγο πριν το ξημέρωμα, εμφανίστηκε πάλι εκείνος...
Έγειρε επάνω της και άφησε τις σκέψεις του και τις εικόνες του μυαλού του, να ποτίσουν το σώμα της....
Σάββατο βράδυ ήταν, μια δροσερή νύχτα, η πρώτη βόλτα με το μωρό τους... Την περιμέναν τόσο καιρό εκείνη την βόλτα, αλλά δεν ήξεραν πόσο πιο σημαντική τελικά θα κατέληγε να είναι η βραδιά... Μπήκαν στην πλατεία, έκαναν πολλές φορές το γύρω της, μέχρι που τα ματάκια της μικρής τους έκλεισαν και αφέθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα...
Όταν έφτασαν στην άκρη του δρόμου, εκείνος, άφησε τις δύο γυναίκες της ζωής του για να πάει στο περίπτερο να πάρει τα τσιγάρα του... Δεν είδε το πώς, δεν είδε το πότε.. μόνο άκουσε... Τα λάστιχα στην άσφαλτο κι έναν βουβό ήχο... Σχεδόν άκουσε τον ήχο της επαφής... Τα σίδερα με τα κορμιά... Δεν βρήκε το κουράγιο να γυρίσει να κοιτάξει.. ένιωσε τα πόδια του να λύνονται και να χάνει τις αισθήσεις του....
Ξύπνησε στο κρεββάτι του, ένιωσε ένα κορμί δίπλα του... Χαμογέλασε και σκέφτηκε όνειρο ήταν... Γύρισε έτοιμος να την σφίξει στην αγκαλιά του.. Αλοίμονο... Δίπλα του ήταν ο κολλητός του.. "Τί κάνεις εδω, ρε μαλάκα?", τον ρώτησε, έτοιμος για παιχνίδια με τον παιδικό του φίλο.... Μόνο όταν είδε τα μάτια του, πάγωσε... Και τότε κατάλαβε τί είχε συμβεί... Μια ερώτηση μόνο έκανε... "Πώς θα ζήσω τώρα ρε φίλε?".... Και έκλεισε τα μάτια του....
Αυτά θυμόταν τώρα, εκεί στην γωνία του δρόμου.. Είχε μήνες να περάσει απο εκείνο το σημείο... Αρνιόταν πεισματικά, σαν μικρό παιδί που του έχουν πάρει το αγαπημένο του παιχνίδι, να περπατήσει στον ίδιο δρόμο...
Κι εκείνη, δεν μπορούσε να κάνει κάτι... Πώς θα μπορούσε άλλωστε.. ένιωθε τον πόνο που του έσκιζε τα σωθικά...
Ένιωθε τα πάντα....
Όπως τα έβλεπε στα μάτια του....
Μέχρι που τα μάτια του έκλεισαν για πάντα....
Κι εκείνη έγυρε πάνω του, να κρατήσει το σώμα του ζεστό, μέχρι να ξημερώσει, μέχρι κάποιος περαστικός να καλέσει ένα ασθενοφόρο, κι ας είναι ήδη πολύ αργά....
Και θα θυμάται εκείνη για εκείνον τώρα πια....
Θα βλέπει τις εικόνες του.....
Μέσα απο τα δικά της μάτια.....