Ο Αντρέας είχε φτάσει πλέον πολύ κοντά στο σημείο του ατυχήματος. Είχε δει την μηχανή,αλλά δεν ήθελε να πιστέψει ότι ήταν το φιλαράκι του. Εξάλλου, δεν ήταν ο μόνος στην Πάτρα που είχε την ίδια μηχανή.

Τον Πάνο τον είχαν ήδη απομακρύνει από την άσφαλτο κι έτσι ο Αντρέας δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει τί αστείο παιχνίδι παιζόταν στην πλάτη του. Άκουσε το κινητό του να χτυπάει και ένιωσε ατέλειωτη χαρά να τον πλημμυρίζει. Το έβγαλε από την τσέπη του, είδε το όνομα του φίλου του και ήρεμος το σήκωσε. Μάλλον θα του γκρίνιαζε γιατί τον είχε ήδη στήσει. Θα του εξηγούσε όμως και θα κατέβαινε και ο Πάνος να βοηθήσει.
Ασυναίσθητα είχε ήδη πλησιάσει την Μαργαρίτα και σήκωσε το τηλέφωνο.


«Έλα φίλε μου, πρέπει να κατέβεις στην πλατεία, έγινε ατύχημα με μια μηχανή και μάλλον είναι σοβαρά τα πράγματα», είπε ο Αντρέας χωρίς να περιμένει να ακούσει ποιος είναι απότην άλλη μεριά της γραμμής.
Η Μαργαρίτα σάστισε καθώς άκουσε την φωνή του στο πλάι της. Τον κοίταξε με μάτια τρομαγμένα, λέγοντας του με ένα βλέμμα όσα δεν μπορούσαν να ειπωθούν. Ο Αντρέας τα έχασε.Κοίταζε μια το κινητό του, μια την Μαργαρίτα. Δεν μπορούσε και πάλι να χωρέσει ο νους του όλο αυτό που αυτή την στιγμή συνέβαινε. Δεν μπορούσε να καταλάβει και δεν ήθελε να καταλάβει.

Έμεινε με το κινητό στα χέρια να κοιτάει την Μαργαρίτα. Σαν ένα κακόγουστο αστείο που εξελισσόταν και κανείς δεν μπορούσε να γελάσει.Τα λεπτά περνούσαν και όλα έμοιαζαν να είναι παγωμένα. Ο κόσμος που ήταν εκεί γύρω μαζεμένος, είχε γυρίσει πλέον το βλέμμα του στα δύο παιδιά και σαστισμένοι όλοι περίμεναν την αναμενόμενη έκρηξη από τον Αντρέα.

Αυτή η έκρηξη δεν άργησε πολύ να έρθει.

Ο Αντρέας άφησε το κινητό να πέσει από τα χέρια του, έψαξε με άδειο βλέμμα να βρει τον φίλο του και όταν τον είδε, τον πλησίασε, γονάτισε δίπλα του, και χάθηκε στην ξεψυχισμένη αγκαλιά του. Έκλαψε γοερά για πολλή ώρα, αγνοώντας τις προσπάθειες του κόσμου να τον απομακρύνει. Μόνο όταν άκουσε μια γλυκιά, ζεστή φωνή σήκωσε το βλέμμα του.

Ήταν η Μαργαρίτα, τον είχε πλησιάσει, είχε σκύψει δίπλα του και προσπαθούσε να του εξηγήσει ότι έπρεπε να σηκωθεί γιατί το ασθενοφόρο είχε ήδη φτάσει.Γύρισε και την κοίταξε και τότε νευρίασε πολύ.Άρχισε να φωνάζει σαν μικρό παιδί που του πήραν το παιχνίδι. Αντιδρούσε στον θάνατο και στην ομορφιά. Τόση ομορφιά από εκείνη την κοπέλα, δεν χωρούσε σε μια τέτοια στιγμή. Ήθελε να φύγει μακριά του, γιατί τα όμορφα μελιά της μάτια τον έκαναν να θέλει να χαμογελάσει.

Η Μαργαρίτα τρόμαξε από την αντίδραση του Αντρέα και απομακρύνθηκε. Είχε νιώσει ότι ήταν άδικο, αλλά μπορούσε να το δικαιολογήσει. Ήταν τόσο δύσκολη αυτή η στιγμή.
Πλησίασε τις φίλες της και τουςζήτησε να φύγουν. Ο Αντρέας την άκουσε και ήθελε να της φωνάξει να μην φύγει. Την ήθελε κοντά του, όσο και αν του φαινότανε παράλογο, ότι εκείνη την στιγμή είχε ανάγκη κάποιον άγνωστο. Η ζεστή φωνή της, η μυρωδιά από τα μαλλιά της όπως είχε σκύψει πλάι του, τον μάγεψαν και ένιωθε ένα μικρό θαύμα να γεννιέται, μέσα στις στάχτες του θανάτου.

Δεν μπόρεσε να της φωνάξει, η φωνή του δεν έβγαινε και έτσι έπνιξε την επιθυμία του μέσα στον πόνο.Τον σήκωσαν και τον μετέφεραν κι αυτόν σε ένα δεύτερο ασθενοφόρο που είχε πλησιάσει.Ήταν σοκαρισμένος και ίσως να χρειαζόταν και ο ίδιος ιατρική παρακολούθηση. Καθώς περπατούσε προς το ασθενοφόρο, γύρισε και την κοίταξε.

Άφησε το βλέμμα του επάνω της να ξεκουραστεί για λίγο, πήρε βαθιά ανάσα και στάθηκε αντιμέτωπος μπροστά στην μεγαλύτερη δοκιμασία της ζωής του.

Συνεχίζεται...(πιό ευχάριστο, το υπόσχομαι...)

Τα προηγούμενα μπορείτε να τα βρείτε εδώ..

Comments (3)

Ένας θάνατος και ένας έρωτας;
Έτσι νομίζω θα γίνει.Περιμένω την εύθυμη συνέχεια ναι;

Πολύ ωραία συνέχεια, το έδωσες πολύ όμορφα και παραστατικά. Ίσως λίγο πιο σύντομο από ό,τι θα περίμενα αλλά περνάς αυτό που θέλεις. Περιμένουμε τη συνέχεια.

@Αναστασία μου, έχουμε καιρό μέχρι τον έρωτα..νομίζω ότι τώρα πρωτεύει να γνωρίσουμε τους ηρωές μας, ε??

@Νυχτερινή μου Πένα, κρατάω το σχόλιο σου για το σύντομο...θα προσπαθήσω να είμαι πιο περιγραφική! Σε ευχαριστώ!

Δημοσίευση σχολίου