Ο Αντρέας ένιωσε έναν περίεργο πόνο στο στήθος.
«Δεν θα είναι τίποτα σκέφτηκε» και συνέχισε να σημειώνει τους βαθμούς του Πάνου.
Πάτρα περάσανε και οι δύο τους, τουλάχιστον θα ήταν μαζί, αλλά ήθελε να φύγει, να πάει να σπουδάσει σε μια άλλη πόλη.
«Ας είναι, έχουμε χρόνια μπροστά μας», σκέφτηκε, «να πάμε όπου θελήσουμε».
Όταν τελείωσε δίπλωσε ευλαβικά το χαρτί που είχε σημειώσει, το έβαλε στην τσέπη του και ξεκίνησε να προχωράει προς την πλατεία, να περιμένει το λεωφορείο που θα τον πήγαινε στον αγαπημένο του φίλο.
Αυτός ο κόμπος μόνο να έφευγε και όλα θα ήταν καλύτερα.
Στο τέλος του δρόμου, λίγο πριν την κεντρική πλατεία, είδε κόσμο μαζεμένο και μια τρομακτική ησυχία βούιζε στα αυτιά του. Συνήθως δεν πλησίαζε όπου υπήρχε κόσμος και φασαρία, όμως αυτή την φορά κάτι τον τραβούσε προς τα εκεί. Ένιωθε σαν κάποιο μαγικό χέρι να τον έσπρωχνε στην αντίθετη κατεύθυνση από την δική του, εκεί που κάτι γινότανε.Ένιωσε ένα δροσερό αεράκι να τον φυσάει, αλλά δεν ένιωσε καλύτερα. Πήγαινε σαν υπνωτισμένος.
~~~
Τα λάστιχα στην καυτή άσφαλτο σου έσκιζαν την καρδιά.
Οι φωνές από τους περαστικούς ακούγονταν τόσο παράφωνες.
Φυσικά και δεν είδε το αυτοκίνητο.
Η Μαργαρίτα πάγωσε και γύρισε να κοιτάξει τι συμβαίνει.
Το ίδιο και οι φίλες της,τρομοκρατημένες, παγωμένες, γεμάτες απορία, γύρισαν το κεφάλι προς την μεριά του δρόμου που ακούστηκε αυτός ο περίεργος ήχος από τα λάστιχα. Περίεργος γιατί προμήνυε ένα μεγάλο κακό. Παράταιρος,γιατί όλοι μπορούσαν να καταλάβουν τί είχε συμβεί, αλλά κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει.
Πλησιάσανε κοντά στην μηχανή που ήταν στην άσφαλτο πεσμένη, μαζί με πολλούς ακόμα περαστικούς και προσπαθούσαν να καταλάβουν αν το όμορφο, μελαχρινό αγόρι ήταν ζωντανό. Το πρόσωπο του ήταν καλυμμένο από αίμα και δεν μπορούσανε εύκολα να καταλάβουνε τι συμβαίνει. Κάποιος πιο ψύχραιμος, πιθανόν να ήταν και γιατρός, γονάτισε,ακούμπησε τα δάχτυλα στο λαιμό του αγοριού και έσκυψε το κεφάλι.
Οι στιγμές πέρασαν πολύ γρήγορα. Απομάκρυναν το όμορφο αγόρι από την μηχανή, του σκούπισαν το πρόσωπο και κάλεσαν ασθενοφόρο. Κάποιος έψαξε και βρήκε το κινητό του και προσπαθούσε να σκεφτεί ποιόν θα μπορούσε να πάρει τηλέφωνο και με τί λόγια να περιγράψει ότι συνέβη.
Η Μαργαρίτα και οι φίλες της, είχανε απομακρυνθεί λίγα μέτρα, αλλά δεν μπορούσαν να φύγουν. Δεν ήταν περιέργεια. Ήταν αυτή η αίσθηση ότι κάπου τον είχαν δει, από κάπου τον
ήξεραν, αλλά δεν μπορούσαν να θυμηθούν από πού.
Πλησίασαν για να μπορέσουν να βοηθήσουν τον άνθρωπο που προσπαθούσε να τηλεφωνήσει σε κάποιον πού να μπορούσε να εξηγήσει και να μην προξενήσει μεγαλύτερο κακό. Του πήραν το κινητό από τα χέρια και μπήκαν στις τελευταίες εξερχόμενες κλήσεις.
«Αντρέας», κάποιος φίλος του θα είναι σκέφτηκαν και πάτησαν για να πραγματοποιήσουν την κλήση.

Comments (6)

Ωραία προχωράς, και όπως ξαναείπα μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίον παρουσιάζεις τα γεγονότα. Συνέχισε, περιμένουμε να δούμε το πιο κάτω.

Είναι πολύ όμορφη ιστορία!! Αν και με στεναχωρεί λιγάκι... Ελπίζω τουλάχιστον να έχει ευτυχισμένο τέλος! Συνέχισε!!!

περιμένω ωραίο τέλος!!!
Καλό βράδυ..

Πολύ ωραίοο!! Περιμένω συνέχεια.. Γράφεις τόσο ωραία ;) Φιλάκια πολλά!!

Με συγκίνησε πολύ. Θα περιμένω κι εγώ με ανυπομονησία την συνέχεια. Καλό σου βράδυ.

@Νυχτερινή Πένα, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για όλα σου τα σχόλια.με βοηθάς να συνεχίσω!!

@Libertas μου, είναι λίγο στενάχωρη, αλλά σιγά σιγά θα φτιάξει!!

@Φούλη μου, το τέλος στο συγκεκριμένο είναι άσχημο..μετά γίνεται πιο ευχάριστο!!

@Συννεφούλα μου, σε ευχαριστώ καλή μου!!

@Εύα, σε ευχαριστώ κι εσένα πάρα πολύ για τα γλυκά σου λόγια!

Δημοσίευση σχολίου